- κληηδών
- κληηδών, -όνος, ἡ (Α)(επικ. τ.) βλ. κληδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληηδών — κληδών omen fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek